εξανεμώ

εξανεμώ
ἐξανεμῶ, -όω (AM) [ανεμώ]
εξανεμίζω
μσν.
παθ.
1. μετεωρίζομαι, πετώ στον αέρα
2. μεταβάλλομαι σε άνεμο, ματαιώνω
αρχ.
1. γεμίζω κάτι με αέρα, φουσκώνω
2. επαίρομαι ανοήτως, φουσκώνω, παίρνουν τα μυαλά μου αέρα («ἐξηνεμώθην μωρίᾳ», Ευρ.)
3. διεγείρω, παροτρύνω, ερεθίζω κάποιον
4. αφήνω κάτι έκθετο στον αέρα, σαλεύω στον αέρα, αερίζω
5. παθ. κυματίζω, αναδεύομαι
6. παθ. (για σιτάρι) ξεραίνομαι από σφοδρό άνεμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”